|
не положенный в мешок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не положенный в мешок? — ασακκούλιαστος как с (ново)греческого переводится слово ασακκούλιαστος? — не положенный в мешок — αλλοιοφανής — λήψη — Μαλαισία — απαργιοσμένος — βοστρυχίζω — αναλικνίζω — γυναικοθέμι — τραγουδιστά — τανάλια — γραμματοπήρα — κομπογιαννίτισσα — μακιγιάρισμα — χειροτονώ — μπορντό — γαριδοχορτόσουπα — ανερώτητα — ιερόδουλη — αξονικός — περπατώ — κουμπούρας — ελατόξυλο |
|||