|
η прям., перен. арена; βγαίνω (или εμφανίζομαι) στήν πολιτική ~ — выходить на политическую арену #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арена? — κονίστρα как с (ново)греческого переводится слово κονίστρα? — арена — γηράσκω — γρεναδιέρος — λεμονόχορτο — μερομίστι — ξινομυζήθρα — αμάρτημα — ιδιόκλιτος — Σλαύα — ρυτιδιάζω — αλωνιστικά — μετενσάρκωση — γλωσσοφαγιά — τετράπλευρος — συλώ — ιεροκριτικός — αγουρούτσικος — αιμορροϊδικός — χαύνωση — ακροβολίζομαι — υποκοριστικό — φαεινός |
|||