|
το рама (оконная, дверная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рама? — θύρωμα как с (ново)греческого переводится слово θύρωμα? — рама — πλειοψηφώ — απόγαιος — επισκόπηση — μειονέκτημα — μετρίαση — σπαρνάω — απορριμματοφόρο — κέλευσις — γυμνίστρια — άκρο — οδοντοκεραμεική — περιφρουρώ — άοκνος — εννεακοσιοστός — σερβιτόρα — τσατίζομαι — έκβαση — ψοφοδιψώ — εμφράκτης — πονοκεφαλιάζω — λογιότητα |
|||