|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αφυπνίζομαι? — — χαγανάτο — ετυμολόγημα — γλυφή — σβόμπος — μπροστινά — μηδενιστικός — αποκοψίδι — ξυραφάκι — υποκόμισσα — δύσπιστος — εμαυτού — πρωτεξάδελφος — γιουρούσι — εξάχορδος — αριστεροχέρης — αναγκαιούντα — απόχρωση — φίνα — αδικοκρισία — χερσόνησος — διεδεξάμην |
|||