|
расшатанный; ~η υγεία — расшатанное здоровье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расшатанный? — κλονισμένος как с (ново)греческого переводится слово κλονισμένος? — расшатанный — αρτύσιμος — καλογεράκι — διάσιμο — μικροτεχνική — στρατωνικός — σύκο — υλοποίηση — λευκότητα — κουνελάκι — αναβλάστηση — ομαδάρχης — σπαθίζω — πολυθεσίτισσα — υπόνοια — ηγουμενεία — ταυτολόγος — ταφόπετρα — παράσπιτο — ξανθό — γουρουνότριχα — λάμας |
|||