|
το мед. сфигмоманометр (прибор для измерения кровяного давления) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сфигмоманометр? — σφυγμομανόμετρο как с (ново)греческого переводится слово σφυγμομανόμετρο? — сфигмоманометр — κακοθάνατος — επαφή — λόγου — ισχυρά — ολοσχερώς — διασκεδαστικότητα — θρονί — αργυρούχος — καταστατό — παρατείνω — επίπαστος — χωρομετρία — αμακατζού — ανεπιείκεια — χορήγημα — αχυρόσκεπος — διατηρητέος — βέστα — ημιανάταση — μεταλλευτική — μανούσι |
|||