|
η 1) милиция; 2) народное ополчение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово милиция? — πολιτοφυλακή как на (ново)греческом будет слово народное ополчение? — πολιτοφυλακή как с (ново)греческого переводится слово πολιτοφυλακή? — милиция, народное ополчение — λατόμία — γαϊτανόφρυδο — αφοριστέος — θηριοδαμαστής — φλόγιστρο — παραλληλόγραμμο — πείραγμα — καταναλωτής — σύ — πετηνός — ισάδα — θαρρύνω — υπερασπίστρια — φαγού — ατσούγκριστος — λαϊκιστής — χειροβομβίδα — φυλλορροώ — ορειβασία — ραδιογραφία — αεροκοπανιστής |
|||