|
ο румелиот (житель материковой Греции) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово румелиот? — Ρουμελιώτης как с (ново)греческого переводится слово Ρουμελιώτης? — румелиот — σιτευτός — σφύξη — τούφα — τετράποδο — αποσταφιδιάζομαι — γαιοχτήμονας — σακάτης — γενικεύω — ξανθομαλλού — πολυζωία — αλαταποθηκάρνος — χαώδης — τριτάρης — οργανολογικός — γναθικός — αισθητικώς — νεανικός — φωκιάζω — κοψιά — σύσσωμος — καρπωτής |
|||