|
ο 1) пловец; 2) купальщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пловец? — κολυμβητής как на (ново)греческом будет слово купальщик? — κολυμβητής как с (ново)греческого переводится слово κολυμβητής? — пловец, купальщик — πουτανιά — βρέσκω — λεμπλεμπιτζής — κεράτια — σάγμα — αμασκάλη — αεροπλάνο — πλισσέ — αγανοπλέκω — κερασάκι — άρνα — νουνός — αρκτοκέφαλος — διδαχτικός — σφικτός — οιακιστής — βάλλομαι — Αλγερίνος — φάγωμα — πεταλωτής — αντιφεμινισμός |
|||