Новогреческий словарь
αιτίαση
αιτίαση
(-εως) η
обвинение; жалоба, упрёк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обвинение
? —
αιτίαση
как на
(ново)греческом
будет слово
жалоба
? —
αιτίαση
как на
(ново)греческом
будет слово
упрёк
? —
αιτίαση
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιτίαση
? — обвинение, жалоба, упрёк
#
(ново)греческий словарь
—
τριχόπτωση
—
ειδησεογραφικός
—
τέκτονας
—
αμυαλιά
—
λησμονώ
—
αναίρετος
—
τσαλιμάκι
—
αγαθοποιός
—
ευφημητικός
—
φωτοειδησεογραφία
—
υπερηχογράφος
—
ετοιμοπόλεμος
—
τερατωδώς
—
επανάσταση
—
δεδουλευμένος
—
ψυχραίνω
—
βυσσινί
—
μακιγιαριστής
—
αδιαχώριστος
—
λάσσο
—
επαρκώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве