|
зоол. сумчатый; τά ~α — сумчатые #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сумчатый? — μαρσιπποφόρος как с (ново)греческого переводится слово μαρσιπποφόρος? — сумчатый — ορίζοντας — ξεσπάω — ατροφώ — εκνευριστικός — σεντόνι — συνδρομή — συμπεθερεύω — φαντάρος — κτιστικά — παντελονού — χεριά — στρίγκλα — φαγόπυρο — σφυροκόπος — φωτομέτρηση — προγύμνασμα — βροτός — βρογχορραγία — σκονίζομαι — πρωτύρικος — πυρίμαχος |
|||