|
το действие по гл. σκουληκιάζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκουλήκιασμα? — — αμπελού — γολέτα — υποφαρμακοποιός — μακελλεύω — ησκιερός — γιαλός — διώροφος — μαλακίζομαι — ειδύλλιο — λογιώτατος — σοφράς — φυλλομέτρημα — βουτηχτός — αδροκαμωμένος — αποζητιέμαι — πεντάτομος — πνευμάτωση — αντέγγραφον — σκεπός — αζάρωτος — ασημογόμαρο |
|||