σκουλήκιασμα

формы словаβ
σκουλήκιασμα
το действие по гл. σκουληκιάζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σκουλήκιασμα? —


αμπελούγολέταυποφαρμακοποιόςμακελλεύωησκιερόςγιαλόςδιώροφοςμαλακίζομαιειδύλλιολογιώτατοςσοφράςφυλλομέτρημαβουτηχτόςαδροκαμωμένοςαποζητιέμαιπεντάτομοςπνευμάτωσηαντέγγραφονσκεπόςαζάρωτοςασημογόμαρο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit