|
I η кинжал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кинжал? — κάμα как с (ново)греческого переводится слово κάμα? — кинжал — μυτίζω — ξεπετάω — συνυποβάλλω — όμπυο — ξυλογλυπτική — καταπλημμυρώ — καρκινολογία — μητρωνυμικός — βαλιτσάρα — μαραίνομαι — σφερδούκλι — κοτρώνα — προμελέτη — ωτακουστώ — παραφωνώ — συνεκδοχικά — φαινόμενο θερμοκηπίου — τρίτομος — στόπερ — πυελολιθοτομία — ηλικιούμαι |
|||