Новогреческий словарь
εκλέπτυνση
εκλέπτυνση
η
утончение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утончение
? —
εκλέπτυνση
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκλέπτυνση
? — утончение
#
(ново)греческий словарь
—
ακάρφωτος
—
δημοσιογραφισμός
—
αμοιρολόγητος
—
μαγνητοφωνώ
—
ανσχαίνω
—
διπλοψηφώ
—
αφιερωτής
—
πυρογενής
—
απροσδιόριστος
—
τριακοσιοστός
—
αλόγιστα
—
μαστοράκι
—
συγκαίω
—
επίθεμα
—
κυάνωση
—
χελωνοφάγος
—
διερευνητής
—
χολοσκάζω
—
αλλογενής
—
λυσιτελής
—
τραυματισμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве