|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φύω? — — ονομασιολογικός — στεναξιά — μηλόπιτα — γαϊδουράκι — ένδειξη — εγκατασπείρω — διεθνοποιώ — ρουχικό — νόνα — γερακότσιχλα — εμμέθοδος — αλφαβητικός — χρησμολογία — κόμησσα — ρεπάνι — μαγκούρο — διασπάραξη — θερμομονωτικός — μετρό — ασχιστός — χαντζαριά |
|||