|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεγαθύμως? — — τύπισσα — συμπόνια — άπονος — τσατίλας — ανύστακτος — ξεμαύλισμα — ποιος — τυροκομικός — υφαλοκρηπίδα — στοιχειοθέτης — αχρειολόγα — ερίφης — γλύφα — σκορδοκαΐλα — παραπονιάρικος — κρησαριστός — θρύψις — κατοβλητικός — παπί — κουσελιάρα — σούρντισμα |
|||