|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδιαπτώτως? — — ελεεινός — συμπαρασύρω — σμμοκονιαστής — δεκαοκτώ — λωβός — ριζικώς — γνωσιθηρία — ενήλικας — εβδομαίος — εγχειρίζω — αταβάνωτος — κωνοφόρος — ελοσματοειδής — σκωπτικότητα — κονδύλωμα — σκαπέτισμα — μάτην — ρηξικέλευθος — κερατιάτικος — ποδαγρικός — δυναστεία |
|||