αδιαπτώτως

формы словаβ
αδιαπτώτως



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αδιαπτώτως? —


ελεεινόςσυμπαρασύρωσμμοκονιαστήςδεκαοκτώλωβόςριζικώςγνωσιθηρίαενήλικαςεβδομαίοςεγχειρίζωαταβάνωτοςκωνοφόροςελοσματοειδήςσκωπτικότητακονδύλωμασκαπέτισμαμάτηνρηξικέλευθοςκερατιάτικοςποδαγρικόςδυναστεία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit