|
чрезмерно честолюбивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чрезмерно честолюбивый? — ακροφιλότιμος как с (ново)греческого переводится слово ακροφιλότιμος? — чрезмерно честолюбивый — ιεροδιδασκαλείο — αισθαντικά — λατερνατζής — αποπίπτω — σπουδαίος — προσδόκιμα — προβατήσιος — αλάκητος — στενόψυχος — φλοιοβαφή — παραμυθατζού — μεταμέλεια — παλαμάρι — ανεμοσυρμή — κιτρινίλα — πολυκάνδηλο — ταχυδακτυλουργικός — ψωροφθαλμία — έμαθα — λησμονιέμαι — αὑαίνω |
|||