|
не обедавший, ничего не евший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не обедавший? — αγιομάτιστος как на (ново)греческом будет слово ничего не евший? — αγιομάτιστος как с (ново)греческого переводится слово αγιομάτιστος? — не обедавший, ничего не евший — γκάϊδα — επισιτίζω — βραχότοπος — αδικογεράζω — οδοντοειδής — δίτροχος — λεπτοσανίδα — βακτηριοθεραπεία — εικαστικός — ορυκτολογία — σχεδιάζω — σελήνιο — ενενηνταριά — αποκρύβω — συλλογίζομαι — παραδώ — τσιμπέρι — καλοθελητής — ξερόχορτο — έλιγμα — πολυμέρεια |
|||