Новогреческий словарь
αγιομάτιστος
αγιομάτιστ|ος
не обедавший, ничего не евший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не обедавший
? —
αγιομάτιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
ничего не евший
? —
αγιομάτιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιομάτιστος
? — не обедавший, ничего не евший
#
(ново)греческий словарь
—
καλόμοιρος
—
πυγμάχος
—
διήγηση
—
κατάτμηση
—
προφήτις
—
αργυρένιος
—
στραγαλιάνος
—
άχ
—
υπαμοιβή
—
συγχρονικός
—
ανάκληση
—
αδιάβαστος
—
μαυρόχωμα
—
μεταβιβάζω
—
υπεργολαβία
—
εφετικός
—
ναυτίλλομαι
—
επιδαπέδιος
—
νεωδόχος
—
επιχαλκώνω
—
γαλούσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,