Новогреческий словарь
πρωτοκολλητής
πρωτοκολλητ|ής
ο 1)
протоколист
;
2)
регистратор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
протоколист
? —
πρωτοκολλητής
как на
(ново)греческом
будет слово
регистратор
? —
πρωτοκολλητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτοκολλητής
? — протоколист, регистратор
#
(ново)греческий словарь
—
εμπότιση
—
μοναρχώ
—
χωρίζομαι
—
ανύφαντος
—
Ιάπωνας
—
βιδέλλο
—
φυσιολάτρισσα
—
χολολιθικός
—
κοινάτο
—
πλεχτός
—
καστελλάνος
—
ολολυγή
—
υπόχρεος
—
παύλα
—
φουριόζικα
—
άδουλος
—
στείρευσις
—
ρωπικά
—
λιογέννητος
—
ανάπηρος
—
νυφίτσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω