|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διχαστικός? — — ετεροπλασία — αρχικλέφτης — ανακριτής — κερατίνη — σέρτικος — κατάγομαι — κουμάσι — καταπίσινος — καλοκαιρινός — μονοπωλιακός — αχυραποθήκη — εσπερίς — ώνια — υποκατάστημα — διόδια — σαλτάρισμα — νοσογραφία — καπηλειό — παρείσακτος — κοσμητική — χρηματοδότρια |
|||