|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πριονάκι? — — αγορήτρια — συμβιβαστικότητα — ιατροδικαστική — πεζόβολο — βρώσιμο — μακάριος — ιερουργία — ζεστός — υπαιτιότητα — επέταξα — γαλβανοστεγία — γυμνόστηθος — σκευοθήκη — βραχνάς — μύκης — ποντιακός — βαρκάρισσα — σαρκοβόρος — ασούφρωτος — τσεκούρα — ξεθαρρεμένος |
|||