|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπανιαρισμένος? — — ανεμοσκόπιο — ναστόχαρτο — δυναμικός — πρωτοβουλιακός — εμβιβάζομαι — μετάλλευμα — αργυρόβουλο — βιβλιεκδοτικός — πουντάρω — αξαφνος — οργίζω — σάρκα — γκριζομάλλης — σπάρθηκα — κολοκυθόσπορος — παλαιοκλιματολογία — συνοριοφύλακας — ξεκαλουπώνω — ελλόγιμος — εκτόξευση — ελαιογόνος |
|||