|
: ~ βότσε — тихим голосом; ~ βέντο — с подветренной стороны #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σόττο? — — αντιδραστικός — υπέρκειμαι — τρεμολάμπω — ψεύδος — ακρόπους — γκίνια — σοκολατόπαιδο — φαζάνι — πυορροώ — χασμωδία — οξειδωτός — αδιαφύλακτος — κρυφοκοιτάζομαι — μυστικότητα — ανέφικτος — ελαϊκός — φύσα — ποδοκροτώ — πολυγάλατη — λελογισμένως — θορύβησις |
|||