|
η мед. промывка, чистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово промывка? — απόσμηξη как на (ново)греческом будет слово чистка? — απόσμηξη как с (ново)греческого переводится слово απόσμηξη? — промывка, чистка — τρενάρω — ξαγορεύω — χρονοφωτογραφώ — θεόστραβος — χαϊδευτικός — υδρομετέωρα — οινοπνευματοποιός — βουνάκι — χαλκωματάδικο — μεταλλίτης — αητός — πουντάρω — μακροχέρης — σκόντο — καλαντζίδικο — μπανιάρομαι — αμορφία — μελλοντολογικός — εχθροπάθεια — χιονάκι — μενεξεδύς |
|||