|
η мор. киль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово киль? — καρένα как с (ново)греческого переводится слово καρένα? — киль — φασιανός — Αρτεσία — αυτοκαλούμενος — κυανόαιμος — εντυπωτισμός — μπερεκετλίδικος — χτένι — ευλύγιστος — ακουαρελλίστας — αγγελογραμμένος — άνεγνοιος — αρχιληστής — αλαργεύω — ημίκοσμο — ξυλόπισσα — αρπακτικός — απανωτός — αρχαιότητα — αντεπιστημονικό — φαρδής — παρεξηγημένος |
|||