ακολάκευτα

формы словаβ
ακολάκευτα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ακολάκευτα? —


εμφύλιοςδιάγκάϊδακινητήραςτουρκόφωνοςξελογιαστήςμετριαστικόςπαιχνιδομηχανήδωρεάβουτυρωμένοςομίχληεπιδέξιααυτοεξορίααυγουστίνειοςυποβρύχιοςχασμουρητόαγλαΐζωμαστροπείαιστιούχοςμανικώνωεγχαράσσω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit