|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακολάκευτα? — — εμφύλιος — διά — γκάϊδα — κινητήρας — τουρκόφωνος — ξελογιαστής — μετριαστικός — παιχνιδομηχανή — δωρεά — βουτυρωμένος — ομίχλη — επιδέξια — αυτοεξορία — αυγουστίνειος — υποβρύχιος — χασμουρητό — αγλαΐζω — μαστροπεία — ιστιούχος — μανικώνω — εγχαράσσω |
|||