|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασκημαίνω? — — κληρούχος — βλαβερώς — εμπεποτισμένος — σταθεροποιούμαι — καλύβη — μεσσηνέζα — ούβα — λαουτιέρης — σαραντάρης — ξακουστός — φυσικοθεραπευτής — αβελτηρία — ανυπομονία — βουκολώ — γιός — καλαθάκι — προειρημένος — οξεικός — ακόντιση — τυραννία — ανεμόχιονο |
|||