|
η миска, чашка (деревянная или глиняная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово миска? — γαδίνα как на (ново)греческом будет слово чашка? — γαδίνα как с (ново)греческого переводится слово γαδίνα? — миска, чашка — δημηγορω — δωδεκάρι — ευκολόγνωρος — αδιαποίκιλτος — ανεκτός — κατής — ρεφραίν — αθυρμάτιο — ζεστός — μπουκαδούρα — λεαίνω — ορυχείο — πίκ-νίκ — διεκφεύγω — προφυλακίζω — βαρόμετρο — μουσαφίρης — περιφρονητικός — αλληλοσυλλυπούμαι — ταλαντευόμενος — λακές |
|||