|
το 1) нагноение; 2) гнойник, абсцесс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагноение? — εμπύημα как на (ново)греческом будет слово гнойник? — εμπύημα как на (ново)греческом будет слово абсцесс? — εμπύημα как с (ново)греческого переводится слово εμπύημα? — нагноение, гнойник, абсцесс — πτηνοτροφία — διηκριβωμένος — καλλιγράφω — ετυμολογικός — τετοιώνω — μουστόπιττα — χαρτοβιομηχανία — διεξοδικότητα — μεταμορφωτικός — επίπτωση — λέμβων — τευτονικός — αποπειρώμαι — κανονάρχημα — ξεψυχάω — μισαποθαμμένος — φωτοφόρον — λεμβοδρομώ — ώμορφος — διαμέτρημα — βροντοκοπώ |
|||