Новогреческий словарь
ξεκουφαίνω
ξεκουφαίνω
(αόρ. ξεκούφανα)
оглушать, ошеломлять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оглушать
? —
ξεκουφαίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
ошеломлять
? —
ξεκουφαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεκουφαίνω
? — оглушать, ошеломлять
#
(ново)греческий словарь
—
περιποιούμαι
—
οποίος
—
εξοχότατος
—
αναβλητικότητα
—
προπλάττω
—
αλαφράγκα
—
αισχύνομαι
—
γαλατοβούτυρο
—
τσόχινος
—
μονοπόδαρος
—
επιστάθμευση
—
βουρκάρι
—
τηλεβόλο
—
αποσπαργάνωμα
—
φαρμακοποσία
—
ασφήνωτος
—
περικαρδίτιδα
—
λόγια
—
ράψιμο
—
αναρπάζω
—
επανεξέταση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве