|
το дециметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дециметр? — δεκατόμετρο как с (ново)греческого переводится слово δεκατόμετρο? — дециметр — κονφεττί — πτοώ — προσβλητικός — συνεχόμενος — λιγουριάζω — ανόλπιστος — επιχέομαι — χαλικοδόμος — σκαπτικά — οδοντοτεχνική — ανερώτηγος — αισθησιορχικός — δούμα — απεράτωτος — φυλλομετρώντας — ευθαρσία — ανάριωμα — γουρουνόμαλλο — σκοτειδιάζω — γενεαλογούμαι — τσικνώνω |
|||