|
η мед. эндоскопия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндоскопия? — ενδοσκόπηση как с (ново)греческого переводится слово ενδοσκόπηση? — эндоскопия — θύρα — κακόβολος — έσο — κοκκωβίνα — καρδιά — αποστράγγιση — κρεμάμενα — αναλκής — λιβάνι — τείχιση — κιμάς — δεκοεννεαετής — εκπηδώ — επιτήρηση — ωρολογοποιία — έτυμος — δρομομετρία — θεματοφύλακας — φθοροποιός — αλαφρονούσα — καρδιοπάθεια |
|||