Новогреческий словарь
Ιαπωνίς
Ιαπωνίς
(-ίδος) η
японка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
японка
? —
Ιαπωνίς
как с
(ново)греческого
переводится слово
Ιαπωνίς
? — японка
#
(ново)греческий словарь
—
κλωστοϋφαντουργικός
—
ώμιο
—
αμάντευτος
—
υφήλιος
—
κτενιαίος
—
ακαταδάμαστος
—
εννεαετηρίδα
—
σπιρτόξυλο
—
μποϋκοτάρισμα
—
πολυλογία
—
απόπιμα
—
εκπεταλώνοι
—
φρενιάζω
—
απολιγαίνω
—
περικεφαλαία
—
μονοπλεύρως
—
θέτω
—
μεταγενέστερος
—
βρόχινος
—
ασπατάλητος
—
παραγωγικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,