|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγριαψινθιά? — — συνιδιοκτήτρια — ασκούφωτος — καβαλλαρία — σήμαντρο — γλυκοφέγγω — ενδοστρέφεια — ορολογία — δυσ- — αφαρμάκωτος — ολοπόρφυρος — γυναικίτσα — ρατσίστρια — χρήσιμος — ξάι — σκιρωνοζέφυρος — ανέροχα — κριόμορφος — αναξιοπρεπής — τσάμικο — ψητός — κακόπραγος |
|||