|
мстить; ~ τόν φόνο ν — мстить за убийство; ~ τους εχθρούς μου — мстить своим врагам; θά τόν εκδικηθώ! — [phrase]я ему отомщу![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мстить? — εκδικιέμαι как с (ново)греческого переводится слово εκδικιέμαι? — мстить — πτωχοπρόδρομος — εκτροχηλισμός — χειράγρα — ανδροχορίστρια — αηδονόφωνος — επάνοδος — λειψυδρία — ψωμίζομαι — λεβέντικα — ελαφρομυαλιά — θεοτικός — κλουβιάζομαι — λιχνεία — γιουρούσι — επωαστήρας — χαριστικά — εντροπή — λαγκαδιά — μισθοδότης — γυφτάκι — χωριατοφέρνω |
|||