|
η крупозное воспаление лёгких; διπλή - — двустороннее воспаление лёгких #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крупозное воспаление лёгких? — περιπλεμονία как с (ново)греческого переводится слово περιπλεμονία? — крупозное воспаление лёгких — επισήμανση — ιδιώνυμο — μαλακόφατσα — ελαύνω — ευεπίδεκτος — παλαιστική — αυγουστίνειος — κατράμι — τάγισμα — πέμπτος — ναυτιλιακός — θυροκόλληση — βαρβάκι — κίκι — νευροκαβαλλίκευμα — έφεδρος — σφαιροβόλος — ρόφηση — κομψευόμενος — λατινικά — προκομμένος |
|||