|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλιμπράρισμα? — — εικασμός — περιπέτεια — αποφύλλιση — Δανέζα — βιολόγος — επίκλειθρον — καυτός — άγαρμπα — τεμπέλα — σφήνα — ψυχολογώ — αστείρευτος — κρανέα — μοσχομυρωδάτος — τσογλαναράς — σαπρογόνος — σκαλάκι — γραμματοδίφης — διεκθλίβω — αλγεβριστής — ποινικά |
|||