|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σιωπηρώς? — — εμείς — επίπαγος — σχισμένος — εδώδιμος — εμβολιοθεραπευτική — προορίζω — γιαγιούλα — σιγανοπαπαδιά — πετσοκοφτώ — λούσιμο — σύνεγγυς — ώθηση — κωφεύω — άτυχος — ευμετάπειστος — κοκκορεύομαι — απορροφώμαι — νεώτερα — έμ — αναμεμιγμένος — αυταρχικά |
|||