|
восклицательный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восклицательный? — επιφωνηματικός как с (ново)греческого переводится слово επιφωνηματικός? — восклицательный — αποστραγγιστήρας — ουρώ — σκοτεινάδα — ρίπτω — κρινολίνο — θειαφισμένος — γονιμοποίηση — σύναψη — ένσημο — εναλλασσόμενος — διαμαντένιος — κεραμιδαριό — βοϊδόπετσα — λιπόψυχος — βολτατζάρω — φαγέδαινα — λυχνίσκος — απληροφόρητος — βρωμησιά — κειμηλιάρχης — απόδρομος |
|||