|
сапожный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сапожный? — τσαγκάρικος как с (ново)греческого переводится слово τσαγκάρικος? — сапожный — αμπελοτόπι — αφιλανθρωπία — μικροβιοφόρος — συβάζω — ιερουργία — ενεργητικός — προτρέπω — ημιεπίσημος — μάλλον — οργανογραφικός — τερατολογώ — πηκτή — απηνής — εύρετρα — μυρώνω — μελιτζανί — σουφλέ — πετεινοκεφαλή — παρακυλώ — εξοστείζω — γλαύξ |
|||