θεσπισμένος

формы словаβ
θεσπισμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово θεσπισμένος? —


αβολιάμηδενικόχρυσαλοιφήξαγρυπνώπόλκασυγκερασμόςφιλενάδακαθεαυτούαγροτικόςμελτέμιθεοκόπηλοςεπιγραμματίζωφυλλομετρητήςγλυκοφιλάωκληματίδαλούτζατριακοσαριάπίκαφωλεύωανασκίρτησηλαμπρεύω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit