|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεσπισμένος? — — αβολιά — μηδενικό — χρυσαλοιφή — ξαγρυπνώ — πόλκα — συγκερασμός — φιλενάδα — καθεαυτού — αγροτικός — μελτέμι — θεοκόπηλος — επιγραμματίζω — φυλλομετρητής — γλυκοφιλάω — κληματίδα — λούτζα — τριακοσαριά — πίκα — φωλεύω — ανασκίρτηση — λαμπρεύω |
|||