|
болезнетворный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болезнетворный? — λοιμογόνος как с (ново)греческого переводится слово λοιμογόνος? — болезнетворный — καπινός — συχωρεμένος — τοξοειδής — αποκλαδίζω — στράτσόχαρτο — αρνοκόπι — καρδιοχειρουργός — αροδάφνη — φελώ — γιώτ — εκτροχιάζομαι — μαυροτήγανο — αρυμοτόμητος — ευκολύνω — σάνδαλον — εξοφλητήριος — ακανθών — αποδοκιμαστικός — τόρνος — αποτύπωση — χολεριασμένος |
|||