|
(αόρ. εξίχθην) доходить, достигать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доходить? — εξικνούμαι как на (ново)греческом будет слово достигать? — εξικνούμαι как с (ново)греческого переводится слово εξικνούμαι? — доходить, достигать — αλειμματιάρης — αρνησίδοξος — πατσίτσες — στεαρίνα — βούτας — γλυκί — υφηγητικός — σιγάρο — τρωτό — χοντρομαλάκας — αυτονόητος — βαθαίνω — δερμάτωση — αγανοϋφαίνω — διατάραξη — αβιασιά — τσιπροκατάνυξη — συναναστρέφομαι — λύντσειος — υπολογίσιμος — τοκολόγιο |
|||