|
ο церк. амвон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амвон? — αμβονας как с (ново)греческого переводится слово αμβονας? — амвон — χαμοβούνι — καταντοίνω — ζυγούρι — ενοποιός — τσατίλα — δριμύοσμος — μοναρχικά — βασιλάκης — ρίψασπις — έφαλση — τσιφλικάς — ζώνη — τριβείο — γιούλης — δραπέτης — λαβαίνω — λιβανωτόν — ξεθολώνω — υψηλόφρων — κατράμι — βιβλιοδετική |
|||