|
το пень; чурбан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пень? — πρέμνο как на (ново)греческом будет слово чурбан? — πρέμνο как с (ново)греческого переводится слово πρέμνο? — пень, чурбан — πηδηχτός — διασταλτός — αγαθούλης — ανεβάζομαι — τρίχα — φευκτός — σιαλαγωγός — δεκατέσσερις — αμαστία — εξαγορεύω — τεζαριστός — αποβάλλομαι — αβλεπής — περιοδικό — εθνοφρουρά — ατμοπλοία — ποσό — απάγω — ναρκωμένος — τυραννία — φτυσιά |
|||