Новогреческий словарь
ερμάρι
ερμάρι
το
шкаф
(тж. для провизии)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шкаф
? —
ερμάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ερμάρι
? — шкаф
#
(ново)греческий словарь
—
πλευροκοπικός
—
αμετακίνητος
—
εξεικόνιση
—
σουρομαλλιάζω
—
ασυνεχής
—
φιλοτεχνικός
—
γραμμοποίκιλτος
—
εξακριβωτής
—
βέρτζινος
—
αβάνης
—
προεκλογικός
—
αφηρημένο
—
εκφαίνομαι
—
επτακοσιοστός
—
στρουγκιό
—
μελένιος
—
ξιφισμός
—
μεταφορτώνω
—
ανάλεκτα
—
μονιμότητα
—
υδρομασάζ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве