|
ο тюлень (один из видов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тюлень? — αρκτοκέφαλος как с (ново)греческого переводится слово αρκτοκέφαλος? — тюлень — κλαβικύμβαλο — αντάμωμα — ζαίχνω — βάρδα — κυτταρικός — ανόλπιστος — αποκρεμάζω — ρεφούλι — αυτόβουλος — σαρκοφάγος — ταχύσκαπτο — ανεπάγγελτος — χρηστότητα — ανδροπρέπεια — χιονοδρομία — κολιός — λεβάρω — μαχιμότητα — φορτσάρω — κουνάδι — παραποιούμαι |
|||