|
η 1) резиденция епископа; 2) епархия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резиденция епископа? — επισκοπή как на (ново)греческом будет слово епархия? — επισκοπή как с (ново)греческого переводится слово επισκοπή? — резиденция епископа, епархия — μικρόσωμος — χαμαίφυτο — αρτηριοσκληρωμένος — υπεξαιρώ — εγχείρημα — μονισμός — Πρωτοχρονιά — αμπαλάρισμα — μπερμπαντάκος — αντεπιτίθεμαι — ξανθιά — αρχός — τουρκόγύφτισσα — ανασκίρτημα — γλωσσοφόρος — αρτιμελής — βιβλιοδετική — ξένια — οργανογένεια — σάλιωμα — καλίγωμα |
|||