|
το крокет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крокет? — κροκέ как с (ново)греческого переводится слово κροκέ? — крокет — οβίδα — γελιέμαι — περιήγηση — μεσοχωρίτης — μεσόζευγμα — ηλιολάτρης — απολογήτρια — προΐστιο — κατατοπίζω — αμμοδόχη — εμβρυοκτόνος — ανάλυση — βλασφημία — ματζούνι — χερομάχος — εμπορικό — μπερτάκι — ελαιοπολτός — προσβλητικότητα — επανάθεσις — συνεκέρασα |
|||